ἰχθυοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθυοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἰχθῦς, [[συχν]]. παρὰ Κωμ., ὡς Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 344. 10, Ἀντιφάνης, ἐν «Βουταλίωνι» 1. 7, Ἄλεξ. ἐν «Δορκίδι»1, κ. ἀλλ.· - θηλ. ἰχθυόπωλις [[ἀγορά]], [[ἔνθα]] πωλοῦνται οἱ ἰχθύες, «τὰ ψαράδικα», Πλούτ. 2. 849D· - ἰχθυοπωλέω, πωλῶ ἰχθῦς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 26.
|lstext='''ἰχθυοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἰχθῦς, [[συχν]]. παρὰ Κωμ., ὡς Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 344. 10, Ἀντιφάνης, ἐν «Βουταλίωνι» 1. 7, Ἄλεξ. ἐν «Δορκίδι»1, κ. ἀλλ.· - θηλ. ἰχθυόπωλις [[ἀγορά]], [[ἔνθα]] πωλοῦνται οἱ ἰχθύες, «τὰ ψαράδικα», Πλούτ. 2. 849D· - ἰχθυοπωλέω, πωλῶ ἰχθῦς, Πολυδ. Ζ΄, 26.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠοπώλης Medium diacritics: ἰχθυοπώλης Low diacritics: ιχθυοπώλης Capitals: ΙΧΘΥΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: ichthyopṓlēs Transliteration B: ichthyopōlēs Transliteration C: ichthyopolis Beta Code: i)xquopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fishmonger, freq. in Com., Ar. Fr.387.10, Antiph.68.7, Alex.56.1; also in Pap., BGU330.10, etc.: —fem. ἰχθῠό-πωλις ἀγορά fish-market, Plu.2.849e, Maiuri Nuova Silloge 440 (Cos).

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, Fischhändler; com. bei Ath. VI, 224 f; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἰχθῦς, συχν. παρὰ Κωμ., ὡς Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 344. 10, Ἀντιφάνης, ἐν «Βουταλίωνι» 1. 7, Ἄλεξ. ἐν «Δορκίδι»1, κ. ἀλλ.· - θηλ. ἰχθυόπωλις ἀγορά, ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἰχθύες, «τὰ ψαράδικα», Πλούτ. 2. 849D· - ἰχθυοπωλέω, πωλῶ ἰχθῦς, Πολυδ. Ζ΄, 26.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de poissons.
Étymologie: ἰχθύς, πωλέω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιχθυοπώλις (Α ἰχθυοπώλης, θηλ. ἰχθυόπωλις και ἰχθυοπώλαινα)
πωλητής ψαριών, ψαράς
αρχ.
το θηλ. ως επίθ. φρ. «ἰχθυόπωλις ἀγορά» — αγορά ή τμήμα αγοράς όπου πωλούνται ψάρια, τα ψαράδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -πώλης (< θ. πωλ- του ρ. πωλῶ), πρβλ. αρτο-πώλης, ιματιο-πώλης.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυοπώλης: ου ὁ продавец рыб, рыботорговец Arph., Plut.

English (Woodhouse)

fishmonger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)