ὀρθίαξ: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθίαξ''': -ᾱκος, (Δράκων 19), ὁ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] ἱστοῦ [[νεώς]], Ἐπίχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 134. Ὡσαύτως ὀρθίας, ου, Ἡσύχ.: «ὀρθίας ἱστὼς [[νεώς]]· τίθεται καὶ ἐπὶ κακεμφάτου», δηλ. ἀνδρικοῦ αἰδοίου.
|lstext='''ὀρθίαξ''': -ᾱκος, (Δράκων 19), ὁ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] ἱστοῦ [[νεώς]], Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 134. Ὡσαύτως ὀρθίας, ου, Ἡσύχ.: «ὀρθίας ἱστὼς [[νεώς]]· τίθεται καὶ ἐπὶ κακεμφάτου», δηλ. ἀνδρικοῦ αἰδοίου.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθίαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />το κατώτατο [[μέρος]] του ιστού πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρθιος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νέ</i>-<i>αξ</i>)].
|mltxt=[[ὀρθίαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />το κατώτατο [[μέρος]] του ιστού πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρθιος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νέ</i>-<i>αξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθίαξ Medium diacritics: ὀρθίαξ Low diacritics: ορθίαξ Capitals: ΟΡΘΙΑΞ
Transliteration A: orthíax Transliteration B: orthiax Transliteration C: orthiaks Beta Code: o)rqi/ac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ,

   A the lower part of a mast, Epich.106 :— also ὀρθίας· ἱστὸς νεώς, Hsch. ; also, sens. obsc., Id.

German (Pape)

[Seite 373] ακος, ὁ, der untere Theil des Mastbaums; Epich. bei Poll. 10, 134; Drac. 19, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθίαξ: -ᾱκος, (Δράκων 19), ὁ, τὸ κάτω μέρος ἱστοῦ νεώς, Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 134. Ὡσαύτως ὀρθίας, ου, Ἡσύχ.: «ὀρθίας ἱστὼς νεώς· τίθεται καὶ ἐπὶ κακεμφάτου», δηλ. ἀνδρικοῦ αἰδοίου.

Greek Monolingual

ὀρθίαξ, -ακος, ὁ (Α)
το κατώτατο μέρος του ιστού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. νέ-αξ)].