ἱστιορράφος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (Text replacement - "[<b class="b3">ᾰ], ὁ,</b>" to "[ᾰ], ὁ,")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστιορράφος''': ᾰ, ὁ, ([[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, [[Πολυδ]]. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., [[μηχανορράφος]], [[δολοπλόκος]], [[ἀπατηλός]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.
|lstext='''ἱστιορράφος''': ᾰ, ὁ, ([[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, Πολυδ. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., [[μηχανορράφος]], [[δολοπλόκος]], [[ἀπατηλός]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστιορράφος Medium diacritics: ἱστιορράφος Low diacritics: ιστιορράφος Capitals: ΙΣΤΙΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: histiorráphos Transliteration B: histiorraphos Transliteration C: istiorrafos Beta Code: i(stiorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω)

   A sailpatcher, CIG9175, Poll.7.160.    2 metaph., tricky, cheating fellow, Ar.Th.935:—also ἱστιαρράφος, Gramm.in Reitzenstein Ind.Lect. Rost.1892/3p.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστιορράφος: ᾰ, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, Πολυδ. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., μηχανορράφος, δολοπλόκος, ἀπατηλός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.

Greek Monolingual

ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία
2. δολοπλόκος, μηχανορράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος, νευρο-ρράφος].

Russian (Dvoretsky)

ἱστιορράφος: (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.