ὑπέρπλεως: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρπλεως''': -ων, [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, | |lstext='''ὑπέρπλεως''': -ων, [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. [[ὑπέρπλεος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:35, 7 July 2020
English (LSJ)
ων,
A overfull, surfeited, γαστριμαργίαις Luc.Am.42, cf. Poll.4.186: cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 1201] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπλεως: -ων, πλήρης εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. ὑπέρπλεος.
Greek Monolingual
-ων / ὑπέρπλεως, -ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, -ον, Ν
(λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον
το περίσσευμα
αρχ.
μολυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπλεως: переполненный: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.