μελανθέα: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanthea
|Transliteration C=melanthea
|Beta Code=melanqe/a
|Beta Code=melanqe/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μελάνων ὅρασις]], opp. <b class="b3">λευκοθέα</b>, Aristo Stoic.1.86.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μελάνων ὅρασις]], opp. [[λευκοθέα]], Aristo Stoic.1.86.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:25, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανθέᾱ Medium diacritics: μελανθέα Low diacritics: μελανθέα Capitals: ΜΕΛΑΝΘΕΑ
Transliteration A: melanthéa Transliteration B: melanthea Transliteration C: melanthea Beta Code: melanqe/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = μελάνων ὅρασις, opp. λευκοθέα, Aristo Stoic.1.86.

German (Pape)

[Seite 119] ἡ, das Sehen des Schwarzen, im Ggstz von λευκοθέα, Plut. de virt. moral. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μελανθέᾱ: ἡ, ἡ μέλανα θεωμένη, καθορῶσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοθέα, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 440F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vue de ce qui est noir.
Étymologie: μέλας, θεάομαι.

Greek Monolingual

μελανθέα, ἡ (Α)
το να βλέπει κάποιος τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῑν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θέα (πρβλ. ανδρο-θέα, πασι-θέα)].

Russian (Dvoretsky)

μελανθέᾱ:θεάομαι зрительное восприятие черного цвета Plut.