πελλαντήρ: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pellantir | |Transliteration C=pellantir | ||
|Beta Code=pellanth/r | |Beta Code=pellanth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, ( | |Definition=ῆρος, ὁ, ([[πέλλἀ]] <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who milks into a pail]], Hsch. ; πελλητήρ, Clitarch. ap. <span class="bibl">Ath. 11.495e</span> ; also, = [[κύλιξ]], Philet.ibid.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:00, 8 July 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (πέλλἀ
A one who milks into a pail, Hsch. ; πελλητήρ, Clitarch. ap. Ath. 11.495e ; also, = κύλιξ, Philet.ibid.
German (Pape)
[Seite 551] ῆρος, ὁ, auch πελλητήρ, ὁ, der Geltner, der Melker, thessalisch = ἀμολγεύς, Ath. XI, 495 e, wie Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πελλαντήρ: ῆρος, ὁ, (πέλλα) ὁ ἀμέλγων εἰς πέλλαν, ξυλίνην λεκάνην, Θεσσαλ. λέξις ἀντὶ ἀμολγεύς, Ἡσύχ.· πελλητήρ, Κλείταρχος παρ’ Ἀθην. 495Ε.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αρμέγει σε πέλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου πελλαίνω (πρβλ. υγραν-τήρ)].