πισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(32) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pismos | |Transliteration C=pismos | ||
|Beta Code=pismo/s | |Beta Code=pismo/s | ||
|Definition=ὁ<b class="b3">, (πιπίσκω) ποτισμός</b>, Hsch. πίσορ, Lacon. for | |Definition=ὁ<b class="b3">, (πιπίσκω) ποτισμός</b>, Hsch. πίσορ, Lacon. for [[πίθος]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 8 July 2020
English (LSJ)
ὁ, (πιπίσκω) ποτισμός, Hsch. πίσορ, Lacon. for πίθος, Id.
German (Pape)
[Seite 619] ὁ, = ποτισμός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πισμός: ὁ, (πιπίσκω), = ποτισμός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πισμός˙ πιστήρ. ποτίστρα. ληνός».
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποτισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πι- του πίνω, με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πίσα, πίστρα, πιστός (ΙΙ)] + κατάλ. -μός].