ψαλτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psaltikos
|Transliteration C=psaltikos
|Beta Code=yaltiko/s
|Beta Code=yaltiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for harp playing]], <b class="b3">ψ. ὄργανον</b> a [[stringed]] instrument, <span class="bibl">Ath.14.634f</span> (of the <b class="b3">μάγαδις</b>) <b class="b3">; ἄνδρα ψαλτικὴν ἀγαθόν</b> a good [[harpist]], Ael. ap. <span class="bibl">Ar.Byz.<span class="title">Epit.</span>84.8</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for harp playing]], <b class="b3">ψ. ὄργανον</b> a [[stringed]] instrument, <span class="bibl">Ath.14.634f</span> (of the [[μάγαδις]]) <b class="b3">; ἄνδρα ψαλτικὴν ἀγαθόν</b> a good [[harpist]], Ael. ap. <span class="bibl">Ar.Byz.<span class="title">Epit.</span>84.8</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:55, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαλτικός Medium diacritics: ψαλτικός Low diacritics: ψαλτικός Capitals: ΨΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psaltikós Transliteration B: psaltikos Transliteration C: psaltikos Beta Code: yaltiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for harp playing, ψ. ὄργανον a stringed instrument, Ath.14.634f (of the μάγαδις) ; ἄνδρα ψαλτικὴν ἀγαθόν a good harpist, Ael. ap. Ar.Byz.Epit.84.8.

German (Pape)

[Seite 1391] zum Spielen eines Saiteninstruments gehörig, geschickt, ψαλτικὸν ὄργανον, Saiteninstrument, Ath. XIV, 634 f.

Greek (Liddell-Scott)

ψαλτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ψάλλειν, κιθαρίζειν, ψ. ὄργανον, ἔγχορδον ὄργανον, Ἀθήν. 634F, ἔνθα περιγράφεται, ἡ μάγαδις.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψαλτικός, -ή, -όν, ΝΑ ψάλλω
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο ψάλσιμο
2. (για ωδές, κείμενα, τροπάρια) αυτός που ψάλλεται, σε αντιδιαστολή προς εκείνον που αναγιγνώσκεται
3. το θηλ. ως ουσ. η ψαλτική
η τέχνη του ιεροψάλτη
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαλτικά
η χρηματική αμοιβή του ψάλτη εκκλησίας
5. φρ. «βγήκαν τα ψαλτικά»
μτφ. ανταμείφθηκα για τους κόπους μου
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παίξιμο έγχορδων μουσικών οργάνων
2. το θηλ. ως ουσ. το παίξιμο έγχορδου μουσικού οργάνου
3. φρ. «ψαλτικὸν ὄργανον» — έγχορδο μουσικό όργανο Αθήν..
επίρρ...
ψαλτικά Ν
με τραγουδιστό τρόπο.