αναπηρώ: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(4)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-όω) (Α ἀναπηροῡμαι, -όομαι)<br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] (ή [[είμαι]] στα αρχ.) [[ανάπηρος]], σακατεύομαι<br /><b>2.</b> έχω ή [[αποκτώ]] πνευματική ή ψυχική [[ατέλεια]], [[ελαττωματικότητα]]<br />(νεοελλ. <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον ανάπηρο, [[σακατεύω]], [[ακρωτηριάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάπηρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναπήρωμα]], [[αναπήρωση]]].
|mltxt=(-όω) (Α ἀναπηοῦμαι, -όομαι)<br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] (ή [[είμαι]] στα αρχ.) [[ανάπηρος]], σακατεύομαι<br /><b>2.</b> έχω ή [[αποκτώ]] πνευματική ή ψυχική [[ατέλεια]], [[ελαττωματικότητα]]<br />(νεοελλ. <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον ανάπηρο, [[σακατεύω]], [[ακρωτηριάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάπηρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναπήρωμα]], [[αναπήρωση]]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

(-όω) (Α ἀναπηοῦμαι, -όομαι)
μέσ.
1. γίνομαιείμαι στα αρχ.) ανάπηρος, σακατεύομαι
2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα
(νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναπήρωμα, αναπήρωση].