διαμετρώ: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διαμετράω (Α διαμετρῶ, -έω) [[μετρώ]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] [[κάτι]] από το ένα [[μέχρι]] το [[άλλο]] [[άκρο]] του<br /><b>2.</b> [[βρίσκω]] την [[τιμή]] της διαμέτρου<br /><b>3.</b> [[υπολογίζω]], [[κρίνω]]<br /><b>4.</b> [[ελέγχω]] με διαμετρητήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]]<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]] [[σιτηρέσιο]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> βρίσκομαι στο αντίθετο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>διαμετοῦμαι</i><br />[[παίρνω]] ως [[μερίδιο]] μου.
|mltxt=και διαμετράω (Α διαμετρῶ, -έω) [[μετρώ]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] [[κάτι]] από το ένα [[μέχρι]] το [[άλλο]] [[άκρο]] του<br /><b>2.</b> [[βρίσκω]] την [[τιμή]] της διαμέτρου<br /><b>3.</b> [[υπολογίζω]], [[κρίνω]]<br /><b>4.</b> [[ελέγχω]] με διαμετρητήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]]<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]] [[σιτηρέσιο]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> βρίσκομαι στο αντίθετο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>διαμετροῦμαι</i><br />[[παίρνω]] ως [[μερίδιο]] μου.
}}
}}

Latest revision as of 18:26, 24 October 2020

Greek Monolingual

και διαμετράω (Α διαμετρῶ, -έω) μετρώ
1. μετρώ κάτι από το ένα μέχρι το άλλο άκρο του
2. βρίσκω την τιμή της διαμέτρου
3. υπολογίζω, κρίνω
4. ελέγχω με διαμετρητήρα
αρχ.
1. διαμοιράζω
2. χορηγώ σιτηρέσιο
3. αστρον. βρίσκομαι στο αντίθετο σημείο
4. μέσ. διαμετροῦμαι
παίρνω ως μερίδιο μου.