ἀνομολόγητος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b3">ἀ-</b>" to "ἀ-") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anomologitos | |Transliteration C=anomologitos | ||
|Beta Code=a)nomolo/ghtos | |Beta Code=a)nomolo/ghtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">agreed on again, under a renewed bill for both the principal debt and the unpaid interest</b>, AB211. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> ( | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">agreed on again, under a renewed bill for both the principal debt and the unpaid interest</b>, AB211. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> ([[ἀ-]] priv.) [[inconsistent]], τὸ ἀ. <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>47</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 01:35, 30 October 2020
English (LSJ)
ον,
A agreed on again, under a renewed bill for both the principal debt and the unpaid interest, AB211. II (ἀ- priv.) inconsistent, τὸ ἀ. Ptol.Tetr.47.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομολόγητος: -ον, πληθ. «ἀνομολόγητα, ὅταν ἀνανεώσῃ τις τὴν ὁμολογίαν» Α. Β. 184. 22, - «ἀνομολόγηταϏ τὸ ἐπ’ ἀργυρίῳ ἐκ δευτέρου συνθήκας ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς δεδανεικότας καὶ τοὺς ὀφείλοντας τοῦ τε τόκου καὶ τῆς προθεσμίας, εἰ χρόνος ἱκανὸς διέλθοι καὶ μὴ διαλύοιντο οἱ δεδανεισμένοι, τοῦτο ἀνομολογεῖσθαι καλεῖται» Α. Β. 221. 22.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se reconoce por escrito como deuda no pagada subst. τὰ ἀ. AB 211.
2 incongruente τάξις Ptol.Tetr.1.21.19 (var.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνομολόγητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ομολογήθηκε, δεν έγινε παραδεκτός
2. αυτός που δεν μπορεί να ομολογηθεί, αχαρακτήριστος, αισχρός
3. απερίγραπτος, τερατώδης
αρχ.
1. ο ομολογούμενος ή συμφωνούμενος για δεύτερη φορά
2. το ουδ. ως ουσ. το ανομολόγητον
η ασυμφωνία.