Κλῶθες: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Klothes | |Transliteration C=Klothes | ||
|Beta Code=*klw=qes | |Beta Code=*klw=qes | ||
|Definition=ων, αἱ, <span class="title">Spinners</span>, name of the <span class="sense" | |Definition=ων, αἱ, <span class="title">Spinners</span>, name of the <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[Goddesses of fate]], πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ <span class="bibl">Od.7.197</span> (v.l. [[Κατακλῶθες]]: v.l. ap.Eust. <b class="b3">ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα</b>, with next line omitted).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:45, 10 December 2020
English (LSJ)
ων, αἱ, Spinners, name of the A Goddesses of fate, πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ Od.7.197 (v.l. Κατακλῶθες: v.l. ap.Eust. ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα, with next line omitted).
Greek (Liddell-Scott)
Κλῶθες: -αἱ, ἀντὶ Κλωθοί, αἱ κλώθουσαι, ὄνομα τῶν Μοιρῶν, πείσεται ἅσσα οἱ Αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γειναμένῳ νήσαντο λίνῳ (πρβλ. Κλωθώ) Ὀδ. Η. 197· ἔνθα κοινῶς: Κατακλῶθες· ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα, παραλειπομένου τοῦ ἑπομένου στίχου, ὅπερ συμφωνεῖ κάλλιον πρὸς τὸ ἐν Ἰλ. Υ. 127., Ω. 210.
French (Bailly abrégé)
ων (αἱ) :
les Fileuses, divinités qui filent la trame de la vie des hommes.
Étymologie: κλώθω.
English (Autenrieth)
the ‘Spinsters,’ i. e. the Fates, Od. 7.197†.
Greek Monotonic
Κλῶθες: -ων, αἱ, οι Κλωθούσες, όνομα των Μοιρών ή των θεοτήτων της Τύχης, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
Κλῶθες: αἱ Пряхи, т. е. Μοῖραι Hom.
Middle Liddell
the spinners, a name of the Parcae or goddesses of fate, Od.