θυέστης: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyestis | |Transliteration C=thyestis | ||
|Beta Code=que/sths | |Beta Code=que/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[pestle]], <span class="bibl">Dionys.Trag.12</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:45, 10 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A pestle, Dionys.Trag.12.
German (Pape)
[Seite 1221] ὁ, Mörserkeule, für δοῖδυξ, Hellad. bei Phot. bibl. p. 532, 32.
Greek (Liddell-Scott)
θυέστης: ὁ, = δοίδυξ, «γουδοχέρι», Διονύσιος Τύραννος παρ’ Ἑλλαδίῳ ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 523, 32.
Greek Monolingual
ὁ (Α θυέστης)
νεοελλ.
(παλαιοζωολ.) γένος ψαριών της οικογένειας τών κεφαλασπιδών οστεοστρακων που έχει εκλείψει
αρχ.
1. δοίδυξ, γουδοχέρι
2. ως κύρ. όν. Θυέστης
γιος του Πέλοπος και της Ιπποδάμειας, νεώτερος αδελφός του Ατρέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος κατά τα κηδ-εστής, Ορ-έστης].