κακόμετρος: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakometros | |Transliteration C=kakometros | ||
|Beta Code=kako/metros | |Beta Code=kako/metros | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[in bad metre]], [[unmetrical]], Plu.2.747f, etc.; <b class="b3">τὸ κ</b>. Phld.<span class="title">Po.Herc.</span>1676.8.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:15, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, A in bad metre, unmetrical, Plu.2.747f, etc.; τὸ κ. Phld.Po.Herc.1676.8.
German (Pape)
[Seite 1301] schlecht, falsch gemessen; στίχοι Schol. Il. 22, 379; τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις Plut. Symp. 9, 15, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κακόμετρος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ ἐπὶ στίχου, ἔχων κακὸν μέτρον, Πλούτ. 2. 747F, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal mesuré.
Étymologie: κακός, μέτρον.
Greek Monolingual
κακόμετρος, -ον (Α)
1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο
2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον
το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονό-μετρος, ομοιό-μετρος].
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόμετρος: плохо отмеренный (στίχος Plut.).