κοπτικός: Difference between revisions
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koptikos | |Transliteration C=koptikos | ||
|Beta Code=koptiko/s | |Beta Code=koptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[murderous]], <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span> 12.872</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>134</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:55, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A murderous, Tz.H. 12.872. Adv. -κῶς Hdn.Epim.134.
Greek (Liddell-Scott)
κοπτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ κόπτειν, τινος Συνέσ. 327C. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 134.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (ΑM κοπτικός, -ή, -όν) κόπτω
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κόβει, αυτός που αναφέρεται στην κοπή ή στην κοπτική (α. «κοπτικά εργαλεία» β. «κοπτική μηχανή»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κοπτική
η τέχνη της κοπής υφασμάτων ή υποδημάτων για ράψιμο
μσν.-αρχ.
φονικός.
επίρρ...
κοπτικῶς (Α)
φονικά.
(II)
-ή, -ό(ν) Κόπτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κόπτες και στην Εκκλησία τους
2. το θηλ. ως ουσ. η Κοπτική
χαμιτοσημιτική γλώσσα που μιλιόταν στην Αίγυπτο από τον 3ο μ.Χ. αιώνα σε αλφάβητο που προερχόταν από το Ελληνικό
3. φρ. α) «Κοπτική Εκκλησία» — η Εκκλησία τών Κοπτών, δηλαδή τών χριστιανών της Αιγύπτου, η οποία παραμένει πιστή στην πατερική παράδοση
β) «κοπτική μουσική» — η λειτουργική μουσική τών Κοπτών, δηλαδή τών απογόνων τών αρχαίων Αιγυπτίων που ασπάστηκαν τον χριστιανισμό πριν από την ισλαμική κατάκτηση της Αιγύπτου.