κόλυθρον: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolythron | |Transliteration C=kolythron | ||
|Beta Code=ko/luqron | |Beta Code=ko/luqron | ||
|Definition=or κόλπ-τρον, τό, <span class="sense" | |Definition=or κόλπ-τρον, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[ripe fig]], Philem.Gloss. ap. <span class="bibl">Ath.3.76f</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:25, 11 December 2020
English (LSJ)
or κόλπ-τρον, τό, A ripe fig, Philem.Gloss. ap. Ath.3.76f.
German (Pape)
[Seite 1476] τό, auch κόλυτρον, eine reife Feige; Ath. III, 76 f; Suid. sagt εἶδος φυτοῦ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλυθρον: ἢ -τρον, τό, ὥριμον σῦκον, Ἀθήν. 76F.
Greek Monolingual
κόλυθρον και κόλυτρον, τὸ (Α)
το ώριμο σύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κόλυθρον και κόλυθροι είναι αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. κολεόν «θήκη» παραμένει αβέβαιη λόγω της διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν επίθημα -θρον (-τρον), πρβλ. μέλα-θρον, άρο-τρον. Ο τ. κόλυθρον εξάλλου είτε αποτελεί εσφ. γρφ. του τ. σκόλυθρον είτε προέρχεται απ' αυτόν με σίγηση του αρκτικού σ-].