λαισήϊον: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(3)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laisiion
|Transliteration C=laisiion
|Beta Code=laish/i+on
|Beta Code=laish/i+on
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">animal's skin with hair left on</b>, used as a shield, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα <span class="bibl">Il.5.453</span> = <span class="bibl">12.426</span>, cf. <span class="title">Scol.</span>28.2: used by the Cilicians, <span class="bibl">Hdt.7.91</span>.</span>
|Definition=τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">animal's skin with hair left on</b>, used as a shield, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα <span class="bibl">Il.5.453</span> = <span class="bibl">12.426</span>, cf. <span class="title">Scol.</span>28.2: used by the Cilicians, <span class="bibl">Hdt.7.91</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαισήϊον Medium diacritics: λαισήϊον Low diacritics: λαισήϊον Capitals: ΛΑΙΣΗΪΟΝ
Transliteration A: laisḗïon Transliteration B: laisēion Transliteration C: laisiion Beta Code: laish/i+on

English (LSJ)

τό,    A animal's skin with hair left on, used as a shield, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα Il.5.453 = 12.426, cf. Scol.28.2: used by the Cilicians, Hdt.7.91.

German (Pape)

[Seite 7] τό, eine Art Schild, Tartsche, von ἀσπίς unterschieden, wie Il. 12, 426 βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα neben einander stehen; vgl. scol. bei Ath. XV, 695 f; Her. bemerkt 7, 91 von den Kilikiern λαισήϊα εἶχον ἀντ' ἀσπίδων, ὠμοβοέης πεποιημένα; dah. einige alte Grammatiker es von λάσιος ableiten wollten, während Andere an λαιός denken, mit der linken Hand getragen, schwerlich richtig.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
peau velue servant de bouclier, petit bouclier de cuir.
Étymologie: cf. λάσιος.

Greek Monolingual

λαισήιον, τὸ (Α)
είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ-ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως].

Greek Monotonic

λαισήϊον: τό (λάσιος), είδος μικρής ασπίδας, ελαφρότερη της συνηθισμένης ἀσπίδος, καλυμμένη με ακατέργαστα δέρματα ζώων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λαισήϊον: τό маленький щит (из невыделанной и покрытой шерстью кожи) (πτερόεν Hom.; λαισήϊα ὠμοβοέης πεποιημένα Her.).