νεογέννητος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(26) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neogennitos | |Transliteration C=neogennitos | ||
|Beta Code=neoge/nnhtos | |Beta Code=neoge/nnhtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> gloss on [[νεογιλός]], Phot.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:25, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A gloss on νεογιλός, Phot.
German (Pape)
[Seite 241] = Vor., Schol. Luc. Halc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
νεογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.
Greek Monolingual
και νιογέννητος, -η, -ο (ΑΜ νεογέννητος, Μ και νηογέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, αρτιγέννητος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το νεογέννητο
το νεογνό
2. μτφ. αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα («το νεογέννητο το φως», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γέννητος (< γεννῶ)].