ξιφηφόρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksififoros | |Transliteration C=ksififoros | ||
|Beta Code=cifhfo/ros | |Beta Code=cifhfo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[bearing a sword]], [[sword in hand]], <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1504</span>,al.; ξ. ἀγῶνες <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>584</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>812</span> (lyr.); [[βρόχοι]] ib.<span class="bibl">730</span>; χεῖρες <span class="bibl">Antiph.217.19</span>,cf. <span class="bibl">Callistr.<span class="title">Stat.</span>13</span>: as Subst., [[swordsman]], <span class="bibl">Hdn.7.10.7</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[ξιφίας]] <span class="bibl">11</span>, Sch.<span class="bibl">Arat.1091</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:50, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A bearing a sword, sword in hand, E.Or.1504,al.; ξ. ἀγῶνες A.Ch.584, E.HF812 (lyr.); βρόχοι ib.730; χεῖρες Antiph.217.19,cf. Callistr.Stat.13: as Subst., swordsman, Hdn.7.10.7. II = ξιφίας 11, Sch.Arat.1091.
German (Pape)
[Seite 279] ein Schwert tragend; Eur. Ion 980; auch ἀγῶνες, Aesch. Ch. 577; Eur. oft, ξιφηφόρων ἐς ἀγώνων ἅμιλλαν, Herc. Fur. 812; in sp. Prosa, Hdn. 7, 10, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφηφόρος: -ον, ὁ φέρων ξίφος, ὁ ἔχων ξίφος ἐν τῇ χειρί, ξ. ἀγῶνες Αἰσχύλ. Χο. 584, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 812· βρόχοι 730. ΙΙ. = ξιφίας ΙΙ, Θέων εἰς Ἄρατ. - Ὡσαύτως ξιφορ-, Γλωσσ. ξῐφίας, ου, ὁ, (ξίφος) ὁ γνωστὸς ἰχθύς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε· ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ σκιφίας, Ἐπίχ. 29 Ahr.· πρβλ. Ξ, ξ. ΙΙ. 1. ΙΙ. κομήτης τις, (ὡς ἐκ τοῦ σχήματος), Πλίν. 2. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte une épée;
2 ξιφηφόροι ἀγῶνες ESCHL combats à l’épée.
Étymologie: ξίφος, φέρω.
Spanish
Greek Monolingual
ξιφηφόρος, -ον (Α)
1. οπλισμένος με ξίφος
2. ως ουσ. α) ξιφοφόρος, στρατιώτης
β) είδος κομήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + συνδετικό φωνήεν -η- (αντί του -ο για μετρικούς λόγους) + -φόρος].
Greek Monotonic
ξῐφηφόρος: -ον (φέρω), οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατάει ξίφος, ξιφομάχος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφηφόρος: несущий меч, меченосный Eur.: ξιφηφόροι ἀγῶνες Aesch. бой на мечах.
Middle Liddell
ξῐφη-φόρος, ον, φέρω
sword in hand, Aesch., Eur.