τρίπλοκος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triplokos | |Transliteration C=triplokos | ||
|Beta Code=tri/plokos | |Beta Code=tri/plokos | ||
|Definition=ον, = <span class="sense" | |Definition=ον, = <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[triplex]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:00, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, = A triplex, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1146] = τριπλεκής (?).
Greek (Liddell-Scott)
τρίπλοκος: -ον, (πλέκω) = τριπλεκής, τριπλόκῳ σχοινίῳ Εὐστ. Πονημ. 126. 44, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει πλεχθεί από τρία μέρη, («τριπλόκῳ σχοινίῳ», Ευστ.)
2. (γενικά) αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριμερής, τριπλός («ὥσπερ σειράν τινα ἁγίαν καὶ ζῶσαν ἐκ τριπλόκου δυνάμεως εἰσήγαγεν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δεκά-πλοκος].