τρωγλῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(42) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=troglitis | |Transliteration C=troglitis | ||
|Beta Code=trwgli=tis | |Beta Code=trwgli=tis | ||
|Definition=ιδος, ἡ, a kind of <span class="sense" | |Definition=ιδος, ἡ, a kind of <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">myrrh, Edict.Diocl</b>. Delph.21, al., <span class="title">Gp.</span>7.36.1, <span class="bibl">Alex.Trall.1.12</span>: also τρωγλοδύτις [ῠ], ἡ, Gal.14.68, <span class="bibl">Alex.Trall.5.4</span>; ἶρις τ. <span class="title">Gp.</span>7.30.1; and τρωγλοδῠτική, Dsc.1.64.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:15, 12 December 2020
English (LSJ)
ιδος, ἡ, a kind of A myrrh, Edict.Diocl. Delph.21, al., Gp.7.36.1, Alex.Trall.1.12: also τρωγλοδύτις [ῠ], ἡ, Gal.14.68, Alex.Trall.5.4; ἶρις τ. Gp.7.30.1; and τρωγλοδῠτική, Dsc.1.64.
Greek (Liddell-Scott)
τρωγλῖτις: -ιδος, ἡ, εἶδος σμύρνης, σμύρνα τρωγλῖτις Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 40., 2. σ. 142, 4, σ. 223, κ. ἀλλαχοῦ· ἐνίοτε φέρεται τρωγλοδύτις, ὡς παρὰ Γαληνῷ τ. 13, σ. 885, καὶ τρωγλοδυτικὴ ἐν Διοσκ. 1. 77.
Spanish
Greek Monolingual
(II)
-ίτιδος, η, ΜΑ
το φυτό σμύρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ῖτις. Ο τ. ισοδυναμεί πιθ. με τον τ. τρωγλοδύτις και έχει σχηματιστεί πιθ. από αυτόν με απλολογία].