Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοινικήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikiios
|Transliteration C=foinikiios
|Beta Code=foinikh/i+os
|Beta Code=foinikh/i+os
|Definition=η, ον, Ion. for [[φοινίκειος]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φοινίκινος]] <span class="bibl">1</span>, [[of the datepalm]], <b class="b3">ἐσθὴς φ</b>. clothing [[of palm leaves]], <span class="bibl">Hdt.4.43</span>; <b class="b3">οἶνος φ</b>. [[palm]]-wine, <span class="bibl">Id.2.86</span>; <b class="b3">βίκους φοινικηΐους</b> (<b class="b3">-ηΐου</b> Valla) . . οἴνου πλέους <span class="bibl">1.194</span>; <b class="b3">φοινικηΐη νοῦσος</b>, = [[ἐλεφαντίασις]], Hp. ap. Gal.19.153. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[Phoenician]], <span class="bibl">Hdt.3.37</span>, <span class="bibl">8.90</span>, <span class="bibl">97</span>; <b class="b3">γράμματα Φοινικήϊα</b>, of the ancient Ionic alphabet, <span class="bibl">Id.5.58</span>, cf. <span class="bibl">Scamon 2</span>; [[Φ]]. alone, <span class="title">SIG</span>38.37 (Teos, v B. C.).</span>
|Definition=η, ον, Ion. for [[φοινίκειος]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φοινίκινος]] <span class="bibl">1</span>, [[of the datepalm]], <b class="b3">ἐσθὴς φ</b>. clothing [[of palm leaves]], <span class="bibl">Hdt.4.43</span>; <b class="b3">οἶνος φ</b>. [[palm]]-wine, <span class="bibl">Id.2.86</span>; <b class="b3">βίκους φοινικηΐους</b> (<b class="b3">-ηΐου</b> Valla) . . οἴνου πλέους <span class="bibl">1.194</span>; <b class="b3">φοινικηΐη νοῦσος</b>, = [[ἐλεφαντίασις]], Hp. ap. Gal.19.153. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[Phoenician]], <span class="bibl">Hdt.3.37</span>, <span class="bibl">8.90</span>, <span class="bibl">97</span>; <b class="b3">γράμματα Φοινικήϊα</b>, of the ancient Ionic alphabet, <span class="bibl">Id.5.58</span>, cf. <span class="bibl">Scamon 2</span>; [[Φ]]. alone, <span class="title">SIG</span>38.37 (Teos, v B. C.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:54, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκήϊος Medium diacritics: φοινικήϊος Low diacritics: φοινικήϊος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΗΪΟΣ
Transliteration A: phoinikḗïos Transliteration B: phoinikēios Transliteration C: foinikiios Beta Code: foinikh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ion. for φοινίκειος,    A = φοινίκινος 1, of the datepalm, ἐσθὴς φ. clothing of palm leaves, Hdt.4.43; οἶνος φ. palm-wine, Id.2.86; βίκους φοινικηΐους (-ηΐου Valla) . . οἴνου πλέους 1.194; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hp. ap. Gal.19.153.    II Phoenician, Hdt.3.37, 8.90, 97; γράμματα Φοινικήϊα, of the ancient Ionic alphabet, Id.5.58, cf. Scamon 2; Φ. alone, SIG38.37 (Teos, v B. C.).

German (Pape)

[Seite 1295] ion. statt φοινίκειος, φοινίκεος 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; οἶνος, Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ φοινίκειος, = φοινίκινος Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, ἔνδυμα ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. οἶνος, οἶνος ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), αὐτόθι 2. 86, κλπ.· οὕτως ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη νοῦσος = ἐλεφαντίασις, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, Φοινικικός, Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ ἀρχαῖος Ἰων. ἀλφάβητος, ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
ion. c. φοινίκειος.

Greek Monolingual

(I)
-ΐη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. φοινίκειος (II).
(II)
-ΐη, -ον, Α
(ιων.τ.) βλ. φοινίκειος (Ι).

Greek Monotonic

φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ιων. αντί φοινίκειος·
I. αυτός που προέρχεται από Φοίνικα, ἐσθὴς φοινικηΐη, ένδυμα από φύλλου φοίνικα, σε Ηρόδ.· φοινικήϊος οἶνος, κρασί από χουρμάδες (φοίνικες), στον ίδ.
II. φοινικικός, σε Ηρόδ.· Φοινικήϊα γράμματα, λέγεται για το αρχαίο Ιωνικό αλφάβητο, σε ίδ.