ἀντίμιμος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antimimos | |Transliteration C=antimimos | ||
|Beta Code=a)nti/mimos | |Beta Code=a)nti/mimos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[closely imitating]], [[ἠχή]], of an echo, <span class="bibl">Callistr.<span class="title">Stat.</span>9</span>; τινός Alcid. ap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1406a29</span>; of man as a microcosm, ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Anat.</span>1</span>; ἀ. οὐρανοῦ ποταμός <span class="bibl">Hld.9.9</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.164</span>, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat., ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ <span class="bibl">Ar. <span class="title">Th.</span>17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[μανδραγόρας]], Dsc.4.75; = [[ὠκιμοειδές]], Ps.-Dsc.4.28.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A closely imitating, ἠχή, of an echo, Callistr.Stat.9; τινός Alcid. ap. Arist.Rh.1406a29; of man as a microcosm, ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως Ruf.Anat.1; ἀ. οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9, cf. Ph.2.164, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat., ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar. Th.17. II = μανδραγόρας, Dsc.4.75; = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.
German (Pape)
[Seite 255] (μιμέομαι), nachahmend, τινός, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3; pass., nachgeahmt, τινί, Ar. Th. 17 u. Sp., wie Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίμῑμος: -ον, ὁ πιστῶς ἀπομιμούμενος, μ. γεν., ἀντίμιμον τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαν Ἀλκιδ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· μετὰ δοτ. ὀφθαλμὸν ἀντίμιμον ἡλίου τροχῷ Ἀριστοφ. Θεσμ. 17.
Spanish (DGE)
-ον
I que imita de cerca, que reproduce, copia o representa c. dat. ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar.Th.17, cf. Sch.Arat.p.208.4, pero cf. εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι τὴν ἠχὴν ἀντίμιμον devolver un eco que reproduce los gritos de alegría Callistr.9.3
•c. gen. ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως del hombre que es una reproducción de la organización del cosmos Ruf.Anat.1, ἀ. τοῦ οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9.3, cf. Ph.2.164, Cyr.H.Catech.6.10, κιβωτὸν ἀ. γῆς el arca (de Noé) que representa la tierra Procop.Gaz.M.87.296B, ἀ. τῆς γαλήνης τὴν ὄψιν ῥυθμίζουσιν acuerdan su rostro a la tranquilidad del mar Chrys.M.64.19
•abs. Alcid. en Arist.Rh.1406a29
•que imita falsamente, que es una imitación o falsificación οὐκ ἀληθῆ Χριστὸν ... τοῦ κατ' οὐρανὸν Χριστοῦ ... ἀντίμιμον ἀπεργαζόμενος Eus.DE 4.15
•subst. ὁ ἀ. imitación, falsificación οἱ ἀ. τοῦ Δημιουργοῦ Clem.Al.Strom.4.13.91, cf. Hippol.Haer.5.16 (p.113.4).
II bot.
1 mandrágora, Mandragora Sp., Dsc.4.75.
2 silene, Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28.
Greek Monolingual
ἀντίμιμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γίνει κατ' απομίμηση κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον άλλο
2. το αρσ. ως ουσ. α) ο αντίπαλος, ο αντίζηλος
β) ο τύπος, το ομοίωμα
μσν.
1. αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά
2. το αρσ. ως ουσ. το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει κάτι άλλο.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίμῑμος:
1) подражающий (τινος Arst.);
2) сделанный в подражание (τινι Arph.).