ἐπιτίμαιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitimaios
|Transliteration C=epitimaios
|Beta Code=e)piti/maios
|Beta Code=e)piti/maios
|Definition=[τῑ], ὁ, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἐπιτιμάω <span class="bibl">11.2</span>) [[fault-finder]], nickname of the historian Timaeus, Ister ap.<span class="bibl">Ath.6.272b</span>, <span class="bibl">D.S.5.1</span>:</span>
|Definition=[τῑ], ὁ, (<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἐπιτιμάω <span class="bibl">11.2</span>) [[fault-finder]], nickname of the historian Timaeus, Ister ap.<span class="bibl">Ath.6.272b</span>, <span class="bibl">D.S.5.1</span>:</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:00, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίμαιος Medium diacritics: ἐπιτίμαιος Low diacritics: επιτίμαιος Capitals: ΕΠΙΤΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: epitímaios Transliteration B: epitimaios Transliteration C: epitimaios Beta Code: e)piti/maios

English (LSJ)

[τῑ], ὁ, (   A ἐπιτιμάω 11.2) fault-finder, nickname of the historian Timaeus, Ister ap.Ath.6.272b, D.S.5.1:

German (Pape)

[Seite 993] ὁ, wird scherzhaft der griech. Geschichtschreiber Timäus bei Ath. VI, 272 b genannt, διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐπιτιμήσεως, der Tadelsüchtige, vgl. D. Sic. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίμαιος: (ἐπιτῑμάω ΙΙ. 2), ὁ εὑρίσκων σφάλματα καὶ ἐπιτιμῶν τοὺς ἄλλους, κωμικὸν ἐπώνυμον τοῦ ἱστορικοῦ Τιμαίου, Ἴστρος ὁ Καλλιμάχειος παρ’ Ἀθην. 272Β, πρβλ. Διοδ. 5. 1.

Greek Monolingual

ἐπιτίμαιος και ἐπιτιμαῑος, ὁ (Α)
(κωμ. παρωνύμιο του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους
(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατσούκλι (παρωνύμιο) του ιστορικού Τιμαίου: επιτίμαιος < επιτιμώ (πρβλ. τιμαίος (> Τίμαιος) < τιμώ].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτίμαιος: (τῑ) попрекающий, придирчивый (шутл. прозвище историка Тимея) Diod.