ὀξυηκοΐα: Difference between revisions
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksyikoia | |Transliteration C=oksyikoia | ||
|Beta Code=o)cuhkoi/+a | |Beta Code=o)cuhkoi/+a | ||
|Definition=Dor. ὀξυ-ᾱκοΐα, ἡ, <span class="sense" | |Definition=Dor. ὀξυ-ᾱκοΐα, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[a sharp]], [[quick ear]], Hippod. ap. Stob.4.39.26, Metop.ib.3.1.115, Plu.2.34c, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span>327.14</span>, interpol. in <span class="bibl">Poll.2.82</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:10, 13 December 2020
English (LSJ)
Dor. ὀξυ-ᾱκοΐα, ἡ, A a sharp, quick ear, Hippod. ap. Stob.4.39.26, Metop.ib.3.1.115, Plu.2.34c, Alex.Aphr.in Top.327.14, interpol. in Poll.2.82.
German (Pape)
[Seite 352] ἡ, scharfes, seines Gehör, Sp. – Vgl. auch ὀξυκοΐα.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυηκοΐα: Δωρ. -ᾱκοΐα, ἡ, ὀξύτης εἰς τὸ ἀκούειν, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 555. 6, Πολυδ. Βʹ, 82· - ἐκ τοῦ ὀξῠήκοος, ον, ὁ ὀξεῖαν ἔχων ἀκοήν, ὀξεῖαν ἀντίληψιν, αἴσθησις Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 17. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε ἐσφαλμένως, ὀξύκοος, ὀξυκοΐα· ὑπερθ. ὀξυκοώτατος πιθ. γραφ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 65 ἀντὶ ὀξυηκούστατος, πρβλ. -οώτερος Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 20. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
Greek Monolingual
η (Α ὀξυηκοΐα και δωρ. τ. ὀξυακοΐα και εσφ. γραφ. ὀξυκοΐα) οξυήκοος
η ιδιότητα του οξυήκοου, οξύτητα της ακοής.
Russian (Dvoretsky)
ὀξυηκοΐα: ἡ тонкий слух Plut.