Άδωνις: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[Ἄδωνις]], -ιδος)<br />[[θεός]] της αρχαιότητας, [[ονομαστός]] για την [[ομορφιά]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο υπερβολικά όμορφος [[νέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[προσφιλής]], [[αγαπημένος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ἀδώνιδος κῆποι», φυτά που καλλιεργούνταν σε γλάστρες πήλινες ([[συνήθως]] αχρηστευμένα πήλινα δοχεία) για τη [[γιορτή]] τών Αδωνίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. Είναι σημιτικό όνομα (και εβραϊκά <i>ᾱd</i><i>ō</i><i>n</i>) ή παράγωγο του [[ἁδεῖν]], [[ἁνδάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδώνιος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀδωνιακός</i>].
|mltxt=ο (Α [[Ἄδωνις]], -ιδος)<br />[[θεός]] της αρχαιότητας, [[ονομαστός]] για την [[ομορφιά]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο υπερβολικά όμορφος [[νέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[προσφιλής]], [[αγαπημένος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ἀδώνιδος κῆποι», φυτά που καλλιεργούνταν σε γλάστρες πήλινες ([[συνήθως]] αχρηστευμένα πήλινα δοχεία) για τη [[γιορτή]] τών Αδωνίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. Είναι σημιτικό όνομα (και εβραϊκά <i>ᾱd</i><i>ō</i><i>n</i>) ή παράγωγο του [[ἁδεῖν]], [[ἁνδάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδώνιος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀδωνιακός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α Ἄδωνις, -ιδος)
θεός της αρχαιότητας, ονομαστός για την ομορφιά του
νεοελλ.
ο υπερβολικά όμορφος νέος
αρχ.
1. (γενικά) προσφιλής, αγαπημένος
2. φρ. «Ἀδώνιδος κῆποι», φυτά που καλλιεργούνταν σε γλάστρες πήλινες (συνήθως αχρηστευμένα πήλινα δοχεία) για τη γιορτή τών Αδωνίων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. Είναι σημιτικό όνομα (και εβραϊκά ᾱdōn) ή παράγωγο του ἁδεῖν, ἁνδάνω.
ΠΑΡ. ἀδώνιος
αρχ.
ἀδωνιακός].