Ιταλός: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και [[Ιταλιάνος]], θηλ. [[Ιταλίδα]] και Ιταλιάνα (Α [[Ἰταλός]], θηλ. Ἰταλίς)<br />ο [[κάτοικος]] της Ιταλίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. ως προσηγορικό) <i>ό [[ἰταλός]]<br />ο [[ταύρος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως επίθ.</b>) [[ἰταλός]]<br />[[ιταλικός]] («[[ἰταλός]] [[αἰχμητής]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχ. τ. [[ἰταλός]] με σημ. «[[ταύρος]]» πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fιταλός</i>. Κατά μία [[άποψη]], τη λ. αυτή δανείστηκε η λατ. μέσω της Οσκικής με τη [[μορφή]] <i>vitellus</i> (υποκορ. του <i>vitulus</i>) «[[μοσχαράκι]]», απ' όπου σχηματίστηκε ο λατ. τ. <i>Ιtalus</i> «[[Ιταλός]]» [[είτε]] λόγω της αφθονίας αυτών τών ζώων στη [[χώρα]] [[είτε]] [[επειδή]] θεωρούνταν ιερά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο λατ. τ. <i>Ιtalus</i> προέρχεται απευθείας από ελλ. [[Ἰταλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἰταλός]] «[[ταύρος]]»). Κατ' άλλους, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] της λ. [[Ἰταλός]] με το λατ. <i>vitellus</i> θεωρείται εσφαλμένη, [[επειδή]] δεν διατηρείται το -<i>ν</i>-(<i>F</i>) στον λατ. τ. <i>Ιtalus</i>, ενώ διατηρείται σε άλλους τύπους (πρβλ. <i>Veneti</i>: Ενετοί)].
|mltxt=ο και [[Ιταλιάνος]], θηλ. [[Ιταλίδα]] και Ιταλιάνα (Α [[Ἰταλός]], θηλ. Ἰταλίς)<br />ο [[κάτοικος]] της Ιταλίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. ως προσηγορικό) <i>ό [[ἰταλός]]<br />ο [[ταύρος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως επίθ.</b>) [[ἰταλός]]<br />[[ιταλικός]] («[[ἰταλός]] [[αἰχμητής]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχ. τ. [[ἰταλός]] με σημ. «[[ταύρος]]» πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fιταλός</i>. Κατά μία [[άποψη]], τη λ. αυτή δανείστηκε η λατ. μέσω της Οσκικής με τη [[μορφή]] <i>vitellus</i> (υποκορ. του <i>vitulus</i>) «[[μοσχαράκι]]», απ' όπου σχηματίστηκε ο λατ. τ. <i>Ιtalus</i> «[[Ιταλός]]» [[είτε]] λόγω της αφθονίας αυτών τών ζώων στη [[χώρα]] [[είτε]] [[επειδή]] θεωρούνταν ιερά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο λατ. τ. <i>Ιtalus</i> προέρχεται απευθείας από ελλ. [[Ἰταλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἰταλός]] «[[ταύρος]]»). Κατ' άλλους, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] της λ. [[Ἰταλός]] με το λατ. <i>vitellus</i> θεωρείται εσφαλμένη, [[επειδή]] δεν διατηρείται το -<i>ν</i>-(<i>F</i>) στον λατ. τ. <i>Ιtalus</i>, ενώ διατηρείται σε άλλους τύπους (πρβλ. <i>Veneti</i>: Ενετοί)].
}}
}}

Latest revision as of 21:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο και Ιταλιάνος, θηλ. Ιταλίδα και Ιταλιάνα (Α Ἰταλός, θηλ. Ἰταλίς)
ο κάτοικος της Ιταλίας
αρχ.
1. (το αρσ. ως προσηγορικό) ό ἰταλός
ο ταύρος
2. (το αρσ. ως επίθ.) ἰταλός
ιταλικόςἰταλός αἰχμητής», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχ. τ. ἰταλός με σημ. «ταύρος» πιθ. < Fιταλός. Κατά μία άποψη, τη λ. αυτή δανείστηκε η λατ. μέσω της Οσκικής με τη μορφή vitellus (υποκορ. του vitulus) «μοσχαράκι», απ' όπου σχηματίστηκε ο λατ. τ. Ιtalus «Ιταλός» είτε λόγω της αφθονίας αυτών τών ζώων στη χώρα είτε επειδή θεωρούνταν ιερά. Κατ' άλλη άποψη, ο λατ. τ. Ιtalus προέρχεται απευθείας από ελλ. Ἰταλός (< ἰταλός «ταύρος»). Κατ' άλλους, τέλος, η σύνδεση της λ. Ἰταλός με το λατ. vitellus θεωρείται εσφαλμένη, επειδή δεν διατηρείται το -ν-(F) στον λατ. τ. Ιtalus, ενώ διατηρείται σε άλλους τύπους (πρβλ. Veneti: Ενετοί)].