άλμπουμ: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[λεύκωμα]], [[συλλογή]] απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. <i>albus</i> «[[λευκός]]». Το λατιν. ουσ. <i>album</i> ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. [[λεύκωμα]]. Κατά την [[αρχαιότητα]] οι όροι δήλωναν [[επιφάνεια]] τοίχων ή πίνακες (με [[επάλειψη]] γύψου [[συνήθως]]), που χρησιμοποιούνταν για την [[αναγραφή]] αγγελιών, ανακοινώσεων και, γενικά, πληροφοριών κοινού ενδιαφέροντος. Στους νεώτερους χρόνους η [[σημασία]] των λ. μεταβλήθηκε. Η λ. [[άλμπουμ]] δήλωσε αρχικά τα πρόσθετα [[λευκά]] φύλλα χαρτιού σε διάφορα θρησκευτικά βιβλία, όπου μερικοί κατέγραφαν τα σημαντικότερα οικογενειακά τους συμβάντα. Κατόπιν η λ. δήλωσε και διάφορες αναμνηστικές συλλογές (αυτογράφων, στίχων <b>κ.λπ.</b>) και, κατ’ [[επέκταση]], η λ. έφθασε να σημαίνει [[κάθε]] είδους [[συλλογή]] (φωτογραφιών, γραμματοσήμων <b>κ.λπ.</b>) σε [[σχήμα]] βιβλίου (<b>βλ.</b> [[λεύκωμα]])].
|mltxt=το<br />[[λεύκωμα]], [[συλλογή]] απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. <i>albus</i> «[[λευκός]]». Το λατιν. ουσ. <i>album</i> ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. [[λεύκωμα]]. Κατά την [[αρχαιότητα]] οι όροι δήλωναν [[επιφάνεια]] τοίχων ή πίνακες (με [[επάλειψη]] γύψου [[συνήθως]]), που χρησιμοποιούνταν για την [[αναγραφή]] αγγελιών, ανακοινώσεων και, γενικά, πληροφοριών κοινού ενδιαφέροντος. Στους νεώτερους χρόνους η [[σημασία]] των λ. μεταβλήθηκε. Η λ. [[άλμπουμ]] δήλωσε αρχικά τα πρόσθετα [[λευκά]] φύλλα χαρτιού σε διάφορα θρησκευτικά βιβλία, όπου μερικοί κατέγραφαν τα σημαντικότερα οικογενειακά τους συμβάντα. Κατόπιν η λ. δήλωσε και διάφορες αναμνηστικές συλλογές (αυτογράφων, στίχων <b>κ.λπ.</b>) και, κατ’ [[επέκταση]], η λ. έφθασε να σημαίνει [[κάθε]] είδους [[συλλογή]] (φωτογραφιών, γραμματοσήμων <b>κ.λπ.</b>) σε [[σχήμα]] βιβλίου (<b>βλ.</b> [[λεύκωμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα. Κατά την αρχαιότητα οι όροι δήλωναν επιφάνεια τοίχων ή πίνακες (με επάλειψη γύψου συνήθως), που χρησιμοποιούνταν για την αναγραφή αγγελιών, ανακοινώσεων και, γενικά, πληροφοριών κοινού ενδιαφέροντος. Στους νεώτερους χρόνους η σημασία των λ. μεταβλήθηκε. Η λ. άλμπουμ δήλωσε αρχικά τα πρόσθετα λευκά φύλλα χαρτιού σε διάφορα θρησκευτικά βιβλία, όπου μερικοί κατέγραφαν τα σημαντικότερα οικογενειακά τους συμβάντα. Κατόπιν η λ. δήλωσε και διάφορες αναμνηστικές συλλογές (αυτογράφων, στίχων κ.λπ.) και, κατ’ επέκταση, η λ. έφθασε να σημαίνει κάθε είδους συλλογή (φωτογραφιών, γραμματοσήμων κ.λπ.) σε σχήμα βιβλίου (βλ. λεύκωμα)].