άμοχθος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμοχθος]], -ον)<br />ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται [[δίχως]] πολύ μόχθο, [[εύκολος]], [[άκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απρόθυμος]] σε κόπους, [[φυγόπονος]]<br /><b>2.</b> ο μη κουρασμένος, ο [[ξεκούραστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μόχθος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμοχθεί]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμοχθος]], -ον)<br />ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται [[δίχως]] πολύ μόχθο, [[εύκολος]], [[άκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απρόθυμος]] σε κόπους, [[φυγόπονος]]<br /><b>2.</b> ο μη κουρασμένος, ο [[ξεκούραστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μόχθος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμοχθεί]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμοχθος, -ον)
ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος
αρχ.
1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος
2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μόχθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί.