άφορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(7)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφορος]], -ον)<br />ο [[δίχως]] καρπούς ή [[βλάστηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άγονη, [[στείρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί [[ακαρπία]]<br /><b>3.</b> [[αφορολόγητος]]<br /><b>4.</b> [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εύφορος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφορος]], -ον)<br />ο [[δίχως]] καρπούς ή [[βλάστηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άγονη, [[στείρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί [[ακαρπία]]<br /><b>3.</b> [[αφορολόγητος]]<br /><b>4.</b> [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (<b>πρβλ.</b> [[εύφορος]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφορος, -ον)
ο δίχως καρπούς ή βλάστηση
αρχ.
1. άγονη, στείρα
2. αυτός που προξενεί ακαρπία
3. αφορολόγητος
4. αφόρητος, ανυπόφορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -φορος < φέρω (πρβλ. εύφορος)].