άοζος: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄοζος]], ο (Α)<br />[[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄοζος]], ο (Α)<br />[[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του <i>όζος</i> «[[κλάδος]], [[βλαστός]] -[[γόνος]], [[σύντροφος]]» με <i>α</i>- αθροιστικό, πιθ. από [[επίδραση]] του ρ. <i>αοσσέω</i> «[[βοηθώ]]» — κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[άοζος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>σοδ</i>-<i>yos</i> «συμπορευόμενος, [[συνοδοιπόρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -<i>sodyos</i> πιθ. από ρ. <i>sed</i> «[[πηγαίνω]], [[βαδίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[οδός]])].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄοζος]], -ον (Α)<br />[[άνοζος]], [[χωρίς]] βλαστούς. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
ἄοζος, ο (Α)
θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός -γόνος, σύντροφος» με α- αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» — κατ' άλλη άποψη, άοζος < α-σοδ-yos «συμπορευόμενος, συνοδοιπόρος» < sm -sodyos πιθ. από ρ. sed «πηγαίνω, βαδίζω» (πρβλ. οδός)].
(II)
ἄοζος, -ον (Α)
άνοζος, χωρίς βλαστούς.