έρση: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕρση]], ἡ και επικ. [[ἐέρση]], αιολ. και δωρ. ἐέρσα, κρητ. ἄερσα, <b>Πίνδ.</b> ἔερσα, Αλκμ. και <b>Θεόκρ.</b> ἕρσα (Α)<br /><b>1.</b> [[δροσιά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἔρσαι</i><br />σταγόνες βροχής<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[υγρό]] ή ρευστό (α. «ποτνίας ἐέρσας» — σταγόνες της θάλασσας, <b>Πίνδ.</b><br />β. «γλυκερή [[ἐέρση]]» — το [[μέλι]])<br /><b>4.</b> τα νεογνά ζώου και [[κυρίως]] τα όψιμα (αυτά που γεννήθηκαν χειμώνα) αρνιά, τα ψιμάδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fερσᾱ</i> και με προθηματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>(<i>F</i>)[[έρση]] και <i>α</i>(<i>F</i>)<i>ερσᾱ</i>. Συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>varsam</i> «[[βροχή]]» και <i>varsati</i> «βρέχει» (<span style="color: red;"><</span> ΙE <i>werseti</i>), [[καθώς]] [[επίσης]] και με το θαμιστικό - επιτατικό [[ουρώ]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>worsei</i><i>ō</i>). Τόσο η [[θέση]] του τόνου στη [[λέξη]] (δεν τονίζεται η [[λήγουσα]]) όσο και η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wer</i>-<i>s</i>- οδηγούν στον αποκλεισμό της υποθέσεως ότι πρόκειται για ρηματικό όνομα. Είναι [[μάλλον]] παράγωγο ενός ουδ. ονόμ. <i>wer</i>-<i>os</i>- με [[περαιτέρω]] [[σύνδεση]] [[προς]] αρχ. ινδ. <i>v</i><i>ā</i><i>r</i>(<i>i</i>) «[[νερό]]»].
|mltxt=[[ἕρση]], ἡ και επικ. [[ἐέρση]], αιολ. και δωρ. ἐέρσα, κρητ. ἄερσα, <b>Πίνδ.</b> ἔερσα, Αλκμ. και <b>Θεόκρ.</b> ἕρσα (Α)<br /><b>1.</b> [[δροσιά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἔρσαι</i><br />σταγόνες βροχής<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[υγρό]] ή ρευστό (α. «ποτνίας ἐέρσας» — σταγόνες της θάλασσας, <b>Πίνδ.</b><br />β. «γλυκερή [[ἐέρση]]» — το [[μέλι]])<br /><b>4.</b> τα νεογνά ζώου και [[κυρίως]] τα όψιμα (αυτά που γεννήθηκαν χειμώνα) αρνιά, τα ψιμάδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fερσᾱ</i> και με προθηματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>(<i>F</i>)[[έρση]] και <i>α</i>(<i>F</i>)<i>ερσᾱ</i>. Συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>varsam</i> «[[βροχή]]» και <i>varsati</i> «βρέχει» (<span style="color: red;"><</span> ΙE <i>werseti</i>), [[καθώς]] [[επίσης]] και με το θαμιστικό - επιτατικό [[ουρώ]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>worsei</i><i>ō</i>). Τόσο η [[θέση]] του τόνου στη [[λέξη]] (δεν τονίζεται η [[λήγουσα]]) όσο και η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wer</i>-<i>s</i>- οδηγούν στον αποκλεισμό της υποθέσεως ότι πρόκειται για ρηματικό όνομα. Είναι [[μάλλον]] παράγωγο ενός ουδ. ονόμ. <i>wer</i>-<i>os</i>- με [[περαιτέρω]] [[σύνδεση]] [[προς]] αρχ. ινδ. <i>v</i><i>ā</i><i>r</i>(<i>i</i>) «[[νερό]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἕρση, ἡ και επικ. ἐέρση, αιολ. και δωρ. ἐέρσα, κρητ. ἄερσα, Πίνδ. ἔερσα, Αλκμ. και Θεόκρ. ἕρσα (Α)
1. δροσιά
2. στον πληθ. ἔρσαι
σταγόνες βροχής
3. κάθε υγρό ή ρευστό (α. «ποτνίας ἐέρσας» — σταγόνες της θάλασσας, Πίνδ.
β. «γλυκερή ἐέρση» — το μέλι)
4. τα νεογνά ζώου και κυρίως τα όψιμα (αυτά που γεννήθηκαν χειμώνα) αρνιά, τα ψιμάδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fερσᾱ και με προθηματικό φωνήεν ε(F)έρση και α(F)ερσᾱ. Συνδέεται με αρχ. ινδ. varsam «βροχή» και varsati «βρέχει» (< ΙE werseti), καθώς επίσης και με το θαμιστικό - επιτατικό ουρώ (< ΙΕ worseiō). Τόσο η θέση του τόνου στη λέξη (δεν τονίζεται η λήγουσα) όσο και η απαθής βαθμίδα της ρίζας wer-s- οδηγούν στον αποκλεισμό της υποθέσεως ότι πρόκειται για ρηματικό όνομα. Είναι μάλλον παράγωγο ενός ουδ. ονόμ. wer-os- με περαιτέρω σύνδεση προς αρχ. ινδ. vār(i) «νερό»].