άσκαφος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, [[άσκαπτος]] (AM [[ἄσκαφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με [[σκαλιστήρι]] («άσκαφτο [[αμπέλι]]», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ανοιχτεί με [[σκάψιμο]] («άσκαφτος [[λάκκος]]»)<br /><b>2.</b> όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο [[χωράφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[άσκαφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκαφος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εσκάφην</i>, [[σκάπτω]]<br /><i>άσκαβος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκάβω]]<br /><i>άσκαφτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσκαπτος]]<br />[[άσκαπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκαπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκάπτω]]. Ο χ. [[άσκαπτος]] μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα <i>Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας</i>].
|mltxt=-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, [[άσκαπτος]] (AM [[ἄσκαφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με [[σκαλιστήρι]] («άσκαφτο [[αμπέλι]]», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ανοιχτεί με [[σκάψιμο]] («άσκαφτος [[λάκκος]]»)<br /><b>2.</b> όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο [[χωράφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[άσκαφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκαφος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εσκάφην</i>, [[σκάπτω]]<br /><i>άσκαβος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκάβω]]<br /><i>άσκαφτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσκαπτος]]<br />[[άσκαπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκαπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκάπτω]]. Ο χ. [[άσκαπτος]] μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα <i>Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος»)
2. όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο χωράφι»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ άσκαφος < α- στερ. + -σκαφος < εσκάφην, σκάπτω
άσκαβος < α- στερ. + σκάβω
άσκαφτος < άσκαπτος
άσκαπτος < α- στερ. + σκαπτός < σκάπτω. Ο χ. άσκαπτος μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας].