έφυδρος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(15)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔφυδρος]], -ον, Α ιων. τ. [[ἔπυδρος]], -ον)<br />[[υγρός]], [[βροχερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον δυτικό άνεμο) [[νοτερός]], αυτός που φέρνει [[βροχή]] («αὐτὰρ ἄη [[Ζέφυρος]] [[μέγας]] αἰὲν [[ἔφυδρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονο [[νερό]] («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ [[ἔπυδρος]] πίδαξι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υδρόβιος]], αυτός που ζει [[πάνω]] ή [[μέσα]] στο [[νερό]] («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔφυδρος]], -ον, Α ιων. τ. [[ἔπυδρος]], -ον)<br />[[υγρός]], [[βροχερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον δυτικό άνεμο) [[νοτερός]], αυτός που φέρνει [[βροχή]] («αὐτὰρ ἄη [[Ζέφυρος]] [[μέγας]] αἰὲν [[ἔφυδρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονο [[νερό]] («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ [[ἔπυδρος]] πίδαξι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υδρόβιος]], αυτός που ζει [[πάνω]] ή [[μέσα]] στο [[νερό]] («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:02, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἔφυδρος, -ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, -ον)
υγρός, βροχερός
αρχ.
1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος πίδαξι», Ηρόδ.)
3. υδρόβιος, αυτός που ζει πάνω ή μέσα στο νερό («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + -υδρος (< ὕδωρ)].