άμυλο: Difference between revisions
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἄμυλον]])<br /><b>1.</b> το [[άλευρο]] που εξάγεται από το [[σιτάρι]], [[αφού]] μεταβληθεί σε γαλακτώδη πολτό, ξεραθεί και κονιοποιηθεί, [[καταστατό]], [[νισεστές]]<br /><b>2.</b> λεπτόκοκκο [[αλεύρι]], [[άχνη]]<br /><b>3.</b> <b>βιοχ.</b><br />λευκή, άοσμη, άγευστη υδατανθρακική [[ουσία]], υπό [[μορφή]] [[κόκκων]] (αμυλοκόκκων) ή σκόνης. Λαμβάνεται από τα φυτά και αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό της ανθρώπινης δίαιτας. Χρησιμεύει ως [[πηγή]] ενέργειας και [[είναι]] το αντίστοιχο του γλυκογόνου των ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Α [[ἄμυλον]])<br /><b>1.</b> το [[άλευρο]] που εξάγεται από το [[σιτάρι]], [[αφού]] μεταβληθεί σε γαλακτώδη πολτό, ξεραθεί και κονιοποιηθεί, [[καταστατό]], [[νισεστές]]<br /><b>2.</b> λεπτόκοκκο [[αλεύρι]], [[άχνη]]<br /><b>3.</b> <b>βιοχ.</b><br />λευκή, άοσμη, άγευστη υδατανθρακική [[ουσία]], υπό [[μορφή]] [[κόκκων]] (αμυλοκόκκων) ή σκόνης. Λαμβάνεται από τα φυτά και αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό της ανθρώπινης δίαιτας. Χρησιμεύει ως [[πηγή]] ενέργειας και [[είναι]] το αντίστοιχο του γλυκογόνου των ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμυλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμυλάσες]], [[αμυλόζη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμυλάλευρο]], [[αμυλοβακτήριο]], <i>αμυλόγαλα</i>, [[αμυλοδεξτρίνη]], <i>αμυλοειδής</i>, [[αμυλόζη]], [[αμυλόκοκκος]], [[αμυλόκολλα]], <i>αμιλόκομμι</i>, <i>αμυλόκονις</i>, <i>αμυλολευκίτης</i>, [[αμυλόλυση]], [[αμυλολυτικός]], [[αμυλοπηκτίνη]], <i>αμυλοπλασία</i>, <i>αμυλοπλάστης</i>, [[αμυλοσάκχαρο]], <i>αμυλοσιρόπιο</i>, <i>αμυλουρία</i>, [[αμυλούχος]], <i>αμυλοφωσφορυλάσες</i>, <i>αμυλοψίνη</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Α ἄμυλον)
1. το άλευρο που εξάγεται από το σιτάρι, αφού μεταβληθεί σε γαλακτώδη πολτό, ξεραθεί και κονιοποιηθεί, καταστατό, νισεστές
2. λεπτόκοκκο αλεύρι, άχνη
3. βιοχ.
λευκή, άοσμη, άγευστη υδατανθρακική ουσία, υπό μορφή κόκκων (αμυλοκόκκων) ή σκόνης. Λαμβάνεται από τα φυτά και αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό της ανθρώπινης δίαιτας. Χρησιμεύει ως πηγή ενέργειας και είναι το αντίστοιχο του γλυκογόνου των ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμυλος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυλάσες, αμυλόζη.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμυλάλευρο, αμυλοβακτήριο, αμυλόγαλα, αμυλοδεξτρίνη, αμυλοειδής, αμυλόζη, αμυλόκοκκος, αμυλόκολλα, αμιλόκομμι, αμυλόκονις, αμυλολευκίτης, αμυλόλυση, αμυλολυτικός, αμυλοπηκτίνη, αμυλοπλασία, αμυλοπλάστης, αμυλοσάκχαρο, αμυλοσιρόπιο, αμυλουρία, αμυλούχος, αμυλοφωσφορυλάσες, αμυλοψίνη].