ίσαμε: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(18) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ ἴσαμε)<br /><b>επίρρ.</b> (για [[τόπο]] ή χρόνο) α) έως, [[μέχρι]] (i. «κι [[άδειος]] ο [[δρόμος]] [[πέρα]], ίσα με [[πέρα]]», Πορφύρ.<br />ii. «ἱσαμε [[αύριο]]»)<br />β) ώσπου («ἱσαμε να τον δω, έφυγε)<br /><b>2.</b> (σε [[σύγκριση]]) σαν (α. «η [[πέτρα]] ήταν [[ίσαμε]] ένα [[αβγό]]» β. «αυτός [[είναι]] [[ίσαμε]] τον αδελφό μου»).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(Μ ἴσαμε)<br /><b>επίρρ.</b> (για [[τόπο]] ή χρόνο) α) έως, [[μέχρι]] (i. «κι [[άδειος]] ο [[δρόμος]] [[πέρα]], ίσα με [[πέρα]]», Πορφύρ.<br />ii. «ἱσαμε [[αύριο]]»)<br />β) ώσπου («ἱσαμε να τον δω, έφυγε)<br /><b>2.</b> (σε [[σύγκριση]]) σαν (α. «η [[πέτρα]] ήταν [[ίσαμε]] ένα [[αβγό]]» β. «αυτός [[είναι]] [[ίσαμε]] τον αδελφό μου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>ἴσα</i> <span style="color: red;">+</span> πρόθ. με]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
(Μ ἴσαμε)
επίρρ. (για τόπο ή χρόνο) α) έως, μέχρι (i. «κι άδειος ο δρόμος πέρα, ίσα με πέρα», Πορφύρ.
ii. «ἱσαμε αύριο»)
β) ώσπου («ἱσαμε να τον δω, έφυγε)
2. (σε σύγκριση) σαν (α. «η πέτρα ήταν ίσαμε ένα αβγό» β. «αυτός είναι ίσαμε τον αδελφό μου»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρ. ἴσα + πρόθ. με].