αίτηση: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἴτησις]])<br />το να ζητά [[κανείς]] [[κάτι]], [[επιδίωξη]], [[απαίτηση]], [[παράκληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έγγραφη, [[κυρίως]], [[αναφορά]] ενός ιδιώτη [[προς]] κάποια Αρχή, με την οποία ζητά [[κάτι]]<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[έγγραφο]] στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη [[αναφορά]]<br /><b>(Εκκλ.)</b> [[τμήμα]] εκκλησιαστικών ακολουθιών στο οποίο περιλαμβάνονται πολλές δεήσεις<br /><b>αρχ.</b><br />(στη Λογ.) το να θεωρείται [[κάτι]] ως [[αίτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰτῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[αἰτήσιος]].
|mltxt=η (Α [[αἴτησις]])<br />το να ζητά [[κανείς]] [[κάτι]], [[επιδίωξη]], [[απαίτηση]], [[παράκληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έγγραφη, [[κυρίως]], [[αναφορά]] ενός ιδιώτη [[προς]] κάποια Αρχή, με την οποία ζητά [[κάτι]]<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[έγγραφο]] στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη [[αναφορά]]<br /><b>(Εκκλ.)</b> [[τμήμα]] εκκλησιαστικών ακολουθιών στο οποίο περιλαμβάνονται πολλές δεήσεις<br /><b>αρχ.</b><br />(στη Λογ.) το να θεωρείται [[κάτι]] ως [[αίτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰτῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[αἰτήσιος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α αἴτησις)
το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση
νεοελλ.
1. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι
2. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά
(Εκκλ.) τμήμα εκκλησιαστικών ακολουθιών στο οποίο περιλαμβάνονται πολλές δεήσεις
αρχ.
(στη Λογ.) το να θεωρείται κάτι ως αίτημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰτῶ.
ΠΑΡ. μσν. αἰτήσιος.