ίσκα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(18)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ήσκα και ύσκα, η (ΑΜ [[ἴσκα]] και ὕσκα)<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] μύκητα που αναπτύσσεται [[κυρίως]] [[πάνω]] σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές<br /><b>2.</b> η ξεραμένη [[σάρκα]] του ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως [[προσάναμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=και ήσκα και ύσκα, η (ΑΜ [[ἴσκα]] και ὕσκα)<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] μύκητα που αναπτύσσεται [[κυρίως]] [[πάνω]] σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές<br /><b>2.</b> η ξεραμένη [[σάρκα]] του ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως [[προσάναμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

και ήσκα και ύσκα, η (ΑΜ ἴσκα και ὕσκα)
1. κοινή ονομασία μύκητα που αναπτύσσεται κυρίως πάνω σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές
2. η ξεραμένη σάρκα του ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].