αγλαόμορφος: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγλαόμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λαμπρή]], ωραία [[μορφή]]<br /><b>2.</b> ως επίθ. του θεού Διονύσου (CIG 1, 38).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγλαόμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λαμπρή]], ωραία [[μορφή]]<br /><b>2.</b> ως επίθ. του θεού Διονύσου (CIG 1, 38).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[μορφή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:19, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγλαόμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει λαμπρή, ωραία μορφή
2. ως επίθ. του θεού Διονύσου (CIG 1, 38).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + μορφή.