αγροτικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀγροτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγρότες<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από αγρότες<br /><b>3.</b> αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα τών αγροτών ή συναλλάσσεται με αυτούς<br /><b>μσν.</b><br />[[ταπεινός]], [[ασήμαντος]], [[τιποτένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀγροτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγρότες<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από αγρότες<br /><b>3.</b> αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα τών αγροτών ή συναλλάσσεται με αυτούς<br /><b>μσν.</b><br />[[ταπεινός]], [[ασήμαντος]], [[τιποτένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρότης]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀγροτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγρότες
2. αυτός που αποτελείται από αγρότες
3. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα τών αγροτών ή συναλλάσσεται με αυτούς
μσν.
ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρότης (Ι) + κατάλ. -ικός].