αδικία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀδικία]], [[ιωνικός]] [[τύπος]] αδικίη), [[νεοελληνικός]] [[τύπος]] και [[αδικιά]]<br /><b>1.</b> το να πράττει [[κανείς]] το άδικο<br />«αυτό που θες να κάνεις [[είναι]] [[μεγάλη]] [[αδικία]]»<br />«Κροῑσον [[ὕστερον]] τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»<br /><b>2.</b> η [[ίδια]] η άδικη [[πράξη]], [[αδίκημα]], [[παρανομία]]<br />«τον αδίκησε πολύ στη [[διανομή]], του 'κανε [[μεγάλη]] [[αδικία]]»<br />«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατηγορία]] για ανύπαρκτο [[αδίκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ἄδικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδικιάρης]]].
|mltxt=η (Α [[ἀδικία]], [[ιωνικός]] [[τύπος]] αδικίη), [[νεοελληνικός]] [[τύπος]] και [[αδικιά]]<br /><b>1.</b> το να πράττει [[κανείς]] το άδικο<br />«αυτό που θες να κάνεις [[είναι]] [[μεγάλη]] [[αδικία]]»<br />«Κροῑσον [[ὕστερον]] τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»<br /><b>2.</b> η [[ίδια]] η άδικη [[πράξη]], [[αδίκημα]], [[παρανομία]]<br />«τον αδίκησε πολύ στη [[διανομή]], του 'κανε [[μεγάλη]] [[αδικία]]»<br />«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατηγορία]] για ανύπαρκτο [[αδίκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[ἄδικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδικιάρης]]].
}}
}}

Revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά
1. το να πράττει κανείς το άδικο
«αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία»
«Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»
2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία
«τον αδίκησε πολύ στη διανομή, του 'κανε μεγάλη αδικία»
«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»
νεοελλ.
κατηγορία για ανύπαρκτο αδίκημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἄδικος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδικιάρης].