Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδευκής: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀδευκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο μη [[γλυκός]], δηλ. ο [[πικρός]], ο [[οδυνηρός]], ο [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> [[απρόβλεπτος]], [[απροσδόκητος]], [[απρόσμενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη [[είναι]] γενικά και η [[σημασία]] του. Η σημ. «μη [[γλυκός]], [[πικρός]]» οδηγεί σε ετυμολ. από <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δεῦκος]], το = το [[γλεύκος]] «[[μούστος]], [[γλυκός]] [[χυμός]] σταφυλιού» (<b>[[πρβλ]].</b> και [[δευκής]] «[[γλυκύς]]» στον Νίκανδρο). Η σημ. (2) αντιθέτως οδηγεί στο μαρτυρούμενο από τον Ησύχιο ρ. [[δεύκω]] «[[βλέπω]]»: <i>ἀ</i>-[[δευκής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δεύκω]]. Τέλος, [[επειδή]] [[πάλι]] στον Ησύχιο μαρτυρείται και [[δεύκω]] με σημ. «[[φροντίζω]]», το <i>ἀ</i>-[[δευκής]] θα μπορούσε να προέρχεται από αυτό το [[δεύκω]], [[οπότε]] θα εσήμαινε τον «άφροντι, αδιάφορο», [[σημασία]] στην οποία θα συνηγορούσε το επίρρ. <i>ἐν</i>-<i>δυκ</i>-<i>έως</i> «[[πρόθυμα]], με [[ενδιαφέρον]], με [[φροντίδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και τα κύρια ονόματα [[Πολυδεύκης]] και πιθ. <i>Δευκ</i>-<i>α</i>-<i>λίων</i>, αν το δεύτερο δεν προήλθε ανομοιωτικά από αρχ. τύπο <i>Λευκαλίων</i>)].
|mltxt=[[ἀδευκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο μη [[γλυκός]], δηλ. ο [[πικρός]], ο [[οδυνηρός]], ο [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> [[απρόβλεπτος]], [[απροσδόκητος]], [[απρόσμενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη [[είναι]] γενικά και η [[σημασία]] του. Η σημ. «μη [[γλυκός]], [[πικρός]]» οδηγεί σε ετυμολ. από <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δεῦκος]], το = το [[γλεύκος]] «[[μούστος]], [[γλυκός]] [[χυμός]] σταφυλιού» (πρβλ. και [[δευκής]] «[[γλυκύς]]» στον Νίκανδρο). Η σημ. (2) αντιθέτως οδηγεί στο μαρτυρούμενο από τον Ησύχιο ρ. [[δεύκω]] «[[βλέπω]]»: <i>ἀ</i>-[[δευκής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δεύκω]]. Τέλος, [[επειδή]] [[πάλι]] στον Ησύχιο μαρτυρείται και [[δεύκω]] με σημ. «[[φροντίζω]]», το <i>ἀ</i>-[[δευκής]] θα μπορούσε να προέρχεται από αυτό το [[δεύκω]], [[οπότε]] θα εσήμαινε τον «άφροντι, αδιάφορο», [[σημασία]] στην οποία θα συνηγορούσε το επίρρ. <i>ἐν</i>-<i>δυκ</i>-<i>έως</i> «[[πρόθυμα]], με [[ενδιαφέρον]], με [[φροντίδα]]» (πρβλ. και τα κύρια ονόματα [[Πολυδεύκης]] και πιθ. <i>Δευκ</i>-<i>α</i>-<i>λίων</i>, αν το δεύτερο δεν προήλθε ανομοιωτικά από αρχ. τύπο <i>Λευκαλίων</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀδευκής, -ές (Α)
1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός
2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από - στερητ. + δεῦκος, το = το γλεύκος «μούστος, γλυκός χυμός σταφυλιού» (πρβλ. και δευκής «γλυκύς» στον Νίκανδρο). Η σημ. (2) αντιθέτως οδηγεί στο μαρτυρούμενο από τον Ησύχιο ρ. δεύκω «βλέπω»: -δευκής < - στερητ. + δεύκω. Τέλος, επειδή πάλι στον Ησύχιο μαρτυρείται και δεύκω με σημ. «φροντίζω», το -δευκής θα μπορούσε να προέρχεται από αυτό το δεύκω, οπότε θα εσήμαινε τον «άφροντι, αδιάφορο», σημασία στην οποία θα συνηγορούσε το επίρρ. ἐν-δυκ-έως «πρόθυμα, με ενδιαφέρον, με φροντίδα» (πρβλ. και τα κύρια ονόματα Πολυδεύκης και πιθ. Δευκ-α-λίων, αν το δεύτερο δεν προήλθε ανομοιωτικά από αρχ. τύπο Λευκαλίων)].