αγοράζω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀγοράζω]])<br />[[αποκτώ]], [[προμηθεύομαι]] [[κάτι]] [[έναντι]] χρημάτων, [[ψωνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «του [[παίρνω]] [[λόγια]]»<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>αγοράζομαι</i><br />δωροδοκούμαι<br /><b>3.</b> (παθ. μτχ.) <i>αγορασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που αποκτήθηκε με χρήματα, ο [[αγοραστός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σέ πουλάει και σέ αγοράζει», για πανέξυπνο ή πονηρό άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συχνάζω]] στην [[αγορά]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[καταλαμβάνω]] τον [[τόπο]] της αγοράς<br /><b>3.</b> περιφέρομαι άσκοπα στην [[αγορά]]<br /><b>4.</b> ([[μέσο]] και παθ. με [[μέση]] σημ.) [[αγοράζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγορασία]], [[ἀγόρασις]].
|mltxt=(Α [[ἀγοράζω]])<br />[[αποκτώ]], [[προμηθεύομαι]] [[κάτι]] [[έναντι]] χρημάτων, [[ψωνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «του [[παίρνω]] [[λόγια]]»<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>αγοράζομαι</i><br />δωροδοκούμαι<br /><b>3.</b> (παθ. μτχ.) <i>αγορασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που αποκτήθηκε με χρήματα, ο [[αγοραστός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σέ πουλάει και σέ αγοράζει», για πανέξυπνο ή πονηρό άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συχνάζω]] στην [[αγορά]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[καταλαμβάνω]] τον [[τόπο]] της αγοράς<br /><b>3.</b> περιφέρομαι άσκοπα στην [[αγορά]]<br /><b>4.</b> ([[μέσο]] και παθ. με [[μέση]] σημ.) [[αγοράζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγορασία]], [[ἀγόρασις]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγοράζω)
αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω
νεοελλ.
1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «του παίρνω λόγια»
2. παθ. αγοράζομαι
δωροδοκούμαι
3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, -η, -ο
αυτός που αποκτήθηκε με χρήματα, ο αγοραστός
4. φρ. «σέ πουλάει και σέ αγοράζει», για πανέξυπνο ή πονηρό άνθρωπο
αρχ.
1. συχνάζω στην αγορά
2. (για στρατιώτες) καταλαμβάνω τον τόπο της αγοράς
3. περιφέρομαι άσκοπα στην αγορά
4. (μέσο και παθ. με μέση σημ.) αγοράζω κάτι για τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγορά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγορασία, ἀγόρασις.