αεροσούρι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αγεροσούρι]], το<br /><b>1.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>τα αεροσούρια</i><br />δυνατή και [[θορυβώδης]] [[πνοή]] ανέμου, που φυσάει στις χαράδρες<br /><b>2.</b> [[τόπος]], όπου παρατηρούνται τα αεροσούρια ([[χαράδρα]], [[κλεισούρα]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ανεμοσούρι]], το οποίο προέρχεται από το [[ανεμοσουρίζω]], υποχωρητικά].
|mltxt=και [[αγεροσούρι]], το<br /><b>1.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>τα αεροσούρια</i><br />δυνατή και [[θορυβώδης]] [[πνοή]] ανέμου, που φυσάει στις χαράδρες<br /><b>2.</b> [[τόπος]], όπου παρατηρούνται τα αεροσούρια ([[χαράδρα]], [[κλεισούρα]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ανεμοσούρι]], το οποίο προέρχεται από το [[ανεμοσουρίζω]], υποχωρητικά].
}}
}}

Revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

και αγεροσούρι, το
1. συνήθως στον πληθ. τα αεροσούρια
δυνατή και θορυβώδης πνοή ανέμου, που φυσάει στις χαράδρες
2. τόπος, όπου παρατηρούνται τα αεροσούρια (χαράδρα, κλεισούρα κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το ανεμοσούρι, το οποίο προέρχεται από το ανεμοσουρίζω, υποχωρητικά].