ακαματεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ακαματεύγω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ακαμάτης]], [[τεμπέλης]]<br />«[[άλλος]] εμάζευε ελιές κι [[άλλος]] ακαμάτευε»<br /><b>2.</b> (για κοπάδια) [[κάθομαι]] στον ίσκιο, [[σταλίζω]], [[σταλιάζω]]<br /><b>3.</b> ξεκουράζομαι το [[μεσημέρι]], <b>βλ.</b> [[ακαμάτεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακαμάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαμάτεμα]]].
|mltxt=και ακαματεύγω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ακαμάτης]], [[τεμπέλης]]<br />«[[άλλος]] εμάζευε ελιές κι [[άλλος]] ακαμάτευε»<br /><b>2.</b> (για κοπάδια) [[κάθομαι]] στον ίσκιο, [[σταλίζω]], [[σταλιάζω]]<br /><b>3.</b> ξεκουράζομαι το [[μεσημέρι]], <b>βλ.</b> [[ακαμάτεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακαμάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαμάτεμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

και ακαματεύγω
1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης
«άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε»
2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω
3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακαμάτης.
ΠΑΡ. ακαμάτεμα].