ακατάλληλος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάλληλος]], -ον)<br />αυτός που δεν προσαρμόζεται σε [[κάτι]], δεν ταιριάζει με [[κάτι]], ο [[ασύμφωνος]] ή ο [[άκαιρος]], ο [[άτοπος]]<br />«ακατάλληλη ώρα», «[[ακατάλληλος]] [[υπάλληλος]]», «ακατάλληλη [[ταινία]]» ή «[[έργο]]» — [[ταινία]] ή [[έργο]] που δεν [[πρέπει]] να παρουσιαστεί ή να διαβαστεί, [[είτε]] λόγω ηλικίας τών θεατών ή αναγνωστών [[είτε]] [[γιατί]] το [[περιεχόμενο]] του αντίκειται στον ηθικό και νομικό κώδικα της κοινωνίας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σόλοικος]], αυτός που περιέχει [[συντακτικό]] [[σφάλμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάλληλος]], -ον)<br />αυτός που δεν προσαρμόζεται σε [[κάτι]], δεν ταιριάζει με [[κάτι]], ο [[ασύμφωνος]] ή ο [[άκαιρος]], ο [[άτοπος]]<br />«ακατάλληλη ώρα», «[[ακατάλληλος]] [[υπάλληλος]]», «ακατάλληλη [[ταινία]]» ή «[[έργο]]» — [[ταινία]] ή [[έργο]] που δεν [[πρέπει]] να παρουσιαστεί ή να διαβαστεί, [[είτε]] λόγω ηλικίας τών θεατών ή αναγνωστών [[είτε]] [[γιατί]] το [[περιεχόμενο]] του αντίκειται στον ηθικό και νομικό κώδικα της κοινωνίας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σόλοικος]], αυτός που περιέχει [[συντακτικό]] [[σφάλμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κατάλληλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκαταλληλία]], <b>νεοελλ.</b> [[ακαταλληλότητα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάλληλος, -ον)
αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος
«ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» — ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να διαβαστεί, είτε λόγω ηλικίας τών θεατών ή αναγνωστών είτε γιατί το περιεχόμενο του αντίκειται στον ηθικό και νομικό κώδικα της κοινωνίας
αρχ.
ο σόλοικος, αυτός που περιέχει συντακτικό σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κατάλληλος.
ΠΑΡ. ἀκαταλληλία, νεοελλ. ακαταλληλότητα].