αιτιολογώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-έω) (Α αἰτιολογῶ)<br />[[ερευνώ]], [[εξηγώ]], [[αναφέρω]] την [[αιτία]], [[δικαιολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διατυπώνω]] λογικά επιχειρήματα για την [[υποστήριξη]] μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(-έω) (Α αἰτιολογῶ)<br />[[ερευνώ]], [[εξηγώ]], [[αναφέρω]] την [[αιτία]], [[δικαιολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διατυπώνω]] λογικά επιχειρήματα για την [[υποστήριξη]] μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αιτία]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]] <span style="color: red;"><</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιτιολογία]], [[αιτιολογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αἰτιολόγημα</i>, [[αἰτιολογητέον]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>αἰτιολογισμός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιτιολόγηση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
(-έω) (Α αἰτιολογῶ)
ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ
νεοελλ.
διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιτία + -λογώ < -λογος < λέγω.
ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός
αρχ.
αἰτιολόγημα, αἰτιολογητέον
μσν.
αἰτιολογισμός
νεοελλ.
αιτιολόγηση].