αιτιολογώ

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source

Greek Monolingual

(-έω) (Α αἰτιολογῶ)
ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ
νεοελλ.
διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιτία + -λογώ < -λογος < λέγω.
ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός
αρχ.
αἰτιολόγημα, αἰτιολογητέον
μσν.
αἰτιολογισμός
νεοελλ.
αιτιολόγηση].