ακριβολόγος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[ἀκριβολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται με [[σαφήνεια]], με [[ακρίβεια]], που κυριολεκτεί<br /><b>2.</b> αυτός που ο [[λόγος]] του χαρακτηρίζεται από [[συνέπεια]], [[ενάργεια]] και [[ορθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο, η (Α [[ἀκριβολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται με [[σαφήνεια]], με [[ακρίβεια]], που κυριολεκτεί<br /><b>2.</b> αυτός που ο [[λόγος]] του χαρακτηρίζεται από [[συνέπεια]], [[ενάργεια]] και [[ορθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκριβὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακριβολογία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀκριβολογοῦμαι</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβολογώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο, η (Α ἀκριβολόγος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί
2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα
αρχ.
αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκριβὴς + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ακριβολογία
αρχ.-μσν.
ἀκριβολογοῦμαι
νεοελλ.
ακριβολογώ].