αλάβωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λαβώθηκε, [[απλήγωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, [[άτρωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λαβώθηκε, [[απλήγωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, [[άτρωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαβώνω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος
2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λαβώνω].